- δυναμοκρατία
- η(φιλοσ.) κοσμοθεωρία που δέχεται ως πρώτη αρχή τού κόσμου την ενέργεια δυνάμεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυναμισμός — ο 1. δυναμοκρατία 2. το να διαθέτει κάποιος δύναμη η οποία φαίνεται στις ενέργειες και στη συμπεριφορά του … Dictionary of Greek